Friday 4 December 2020

Όταν οι πόρτες κλείνουν: Xρόνος και Yπαρξιακή Aπομόνωση

Στον Άρη Κωστόπουλο

Από την ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου
«Όταν οι πόρτες κλείνουν, ένα ταξίδι στην ύπαρξη»


Το άρθρο αυτό είναι, με μερικές τροποποιήσεις, η ομιλία που έδωσα στην παρουσίαση1 του καινούργιου βιβλίου του καλού μου φίλου Άρη Κωστόπουλου με τίτλο «Όταν οι πόρτες κλείνουν», από τις εκδόσεις Οσελότος. Ο κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι η Κατάθλιψη, την οποία ο συγγραφέας καταφέρνει να παρουσιάσει με ένα γλαφυρό τρόπο, μέσα από την προσωπική του εμπειρία, από την οπτική γωνία τόσο του θεραπευόμενου, όσο και του θεραπευτή. Παρά τον ειδικό του χαρακτήρα, το βιβλίο απευθύνεται σε όλους, καθώς με αφορμή την Κατάθλιψη, θέτει φιλοσοφικούς προβληματισμούς που αφορούν στην ίδια μας την ύπαρξη, όπως άλλωστε ομολογεί και ο υπότιτλος του βιβλίου «Ένα ταξίδι στην ύπαρξη».

Στο άρθρο αυτό, χωρίς να είμαι ειδικός σε θέματα Ψυχολογίας, θα προσπαθήσω σε Φιλοσοφικό επίπεδο, με μία άλλοτε Κοσμολογική και άλλοτε Οντολογική προσέγγιση να εκθέσω κάποιες υπαρξιακές αναζητήσεις που απασχολούν πολλούς από εμάς. Πιο συγκεκριμένα, με αφορμή αποσπάσματα από το βιβλίο, θα παρουσιάσω μέσα από το υποκειμενικό μου πρίσμα τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι και ενδεχομένως βιώνω εγώ την Κατάθλιψη, που απορρέει μέσα από δύο πολύ σημαντικά ζητήματα, τον Χρόνο και την Υπαρξιακή Απομόνωση. Φυσικά, θα πρέπει να τονίσω ότι η αναφορά στην Κατάθλιψη γίνεται με την ευρύτερη έννοια του όρου και όχι με την αυστηρά επιστημονική. Ο σκοπός του άρθρου είναι περισσότερο να θέσει προβληματισμούς και να προσφέρει τροφή για περαιτέρω σκέψη γύρω από την Κατάθλιψη, παρά να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις στα ζητήματα αυτά.

Χρόνος 

Τι είναι ο Χρόνος; Είναι η ένδειξη που βλέπουμε στο καντράν του ρολογιού μας ή μήπως είναι οι κόκκοι άμμου που πέφτουν από τη μία μεριά της κλεψύδρας στην άλλη; Τον επινοήσαμε εμείς ή μήπως υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο; Το Μέλλον υπάρχει ήδη κάπου; Πού έχει πάει το Παρελθόν; Και τι είναι τελοσπάντων το Παρόν; Δυσεπίλυτα προβλήματα που αναμφίβολα βασανίζουν την ανθρώπινη σκέψη. Ο μεγάλος θεωρητικός φυσικός John Wheeler είχε πει «Χρόνος είναι ο τρόπος με τον οποίο η Φύση εμποδίζει να συμβούν τα πάντα την ίδια στιγμή». Οι ρήσεις για τον Χρόνο είναι αρκετές για να γεμίσουν πολλές σελίδες από μόνες τους.

Υπάρχουν διάφορα είδη Χρόνου. Για παράδειγμα, υπάρχει ο Φυσικός Χρόνος, ο οποίος νοείται ως ένα από τα τρία θεμελιώδη μεγέθη στη Φυσική, τα άλλα δύο είναι ο Χώρος και η Μάζα. Το είδος του Χρόνου που κυρίως θα μας απασχολήσει σε αυτό το άρθρο είναι ο Ψυχολογικός ή Υπαρξιακός, ας μου επιτραπεί ο όρος, Χρόνος, ο Χρόνος δηλαδή όπως τον αντιλαμβάνεται και τον βιώνει ο Άνθρωπος. 

Ο συγγραφέας στο βιβλίο κάνει αναφορά στην έννοια του χρόνου, είτε άμεση είτε έμμεση, περίπου 80 φορές! Αυτό, πέρα από κάθε αμφιβολία, δείχνει τον τεράστιο ρόλο που διαδραματίζει ο Χρόνος στην Κατάθλιψη. 

«Τα δευτερόλεπτα που πέρασαν μέχρι να πατήσει το κουδούνι τού φάνηκαν αιώνας», αναφέρει σε κάποιο σημείο. «Καθώς περπατούσε αργά, ο χρόνος φαινόταν να είχε σταματήσει», λέει κάπου αλλού. Τα αποσπάσματα αυτά εγείρουν τον εξής προβληματισμό, που συνδέεται με την Κατάθλιψη: Είναι σταθερός ο ρυθμός με τον οποίο κυλάει ο Χρόνος; Είναι ο ρυθμός αυτός ανεξάρτητος από τον ψυχισμό του Ανθρώπου; Στον χώρο των Φυσικών κυκλοφορεί ο εξής αστεϊσμός: «Η ταχύτητα του Χρόνου είναι ένα δευτερόλεπτο ανά δευτερόλεπτο». Η αυτοαναφορά αυτή θέλει να δείξει το αδιέξοδο στην προσπάθεια να ορίσει κανείς το ρυθμό του Χρόνου. Ο Albert Einstein όταν κάποτε του ζητήσανε να εξηγήσει τη σχετικότητα του Χρόνου με απλά λόγια είχε πει: «Αν ακουμπήσεις με το χέρι σου μια αναμμένη σόμπα για ένα λεπτό θα σου φανεί σαν μία ώρα. Αν καθήσεις δίπλα σε μία όμορφη γυναίκα για μία ώρα θα σου φανεί σαν ένα λεπτό». Είναι σαφές ότι η έννοια του Χρόνου δεν είναι οικουμενική. Όλοι έχουμε νιώσει το Χρόνο να κυλάει άλλοτε πιο γρήγορα και άλλοτε πιο αργά. Ο μεγάλος προσωκρατικός φιλόσοφος Πρωταγόρας είχε πει κάποτε τη ρήση: «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», δηλαδή ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πάντων. Άρα και του Χρόνου.

«Πόσο αστεία έννοια ο χρόνος. Αρχίζει με αργά βήματα και στη συνέχεια επιταχύνει. Χάνεται σε στιγμές, ακολουθεί διαφορετικό ρυθμό πότε σε μία περίπτωση και πότε σε άλλη». Είναι διαδεδομένη η πεποίθηση ότι καθώς μεγαλώνουμε, αισθανόμαστε ότι ο χρόνος κυλάει ολοένα και γρηγορότερα. Είναι αυτό πραγματικότητα ή ψευδαίσθηση; Το επόμενο παράδειγμα είναι προς αυτή την κατεύθυνση. 

Είναι το διάστημα μίας ημέρας μεγάλο; Έστω ότι γεννηθήκατε μόλις χθες και άρα η ηλικία σας είναι μίας ημέρας. Την επόμενη μέρα θα έχετε γίνει δύο ημερών, ο συνολικός χρόνος της ζωής σας δηλαδή θα έχει διπλασιαστεί. Όσο είχατε ζήσει μέχρι σήμερα, άλλο τόσο θα έχετε ζήσει μέχρι αύριο! Έστω τώρα ότι είστε 36 ετών. Αυτό χονδρικά ισοδυναμεί με 13140 περίπου μέρες. Αύριο συνεπώς θα είστε 13141 ημέρας, μία αύξηση του χρόνου ζωής σας της τάξεως του 0,008%. Με βάση την ηλικίας σας, που καθορίζει και την εμπειρία σας στη ζωή, στην πρώτη περίπτωση, η διάρκεια μίας μέρας είναι ένα εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, για εσάς τον ίδιο, η διάρκεια μίας μέρας γίνεται ένα εντελώς αμελητέο χρονικό διάστημα. Πράγματι λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο φαίνεται σαν ο χρόνος να επιταχύνεται όσο μεγαλώνουμε. 

Στο σημείο αυτό, νιώθω την ανάγκη να διηγηθώ μια προσωπική μου ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια. Στην ηλικία περίπου των 6 ετών, αφού δηλαδή άρχισα να αντιλαμβάνομαι την έννοια του χρόνου, είχαμε στο σπίτι μας ένα στερεοφωνικό συγκρότημα, που έπαιζε κασέτες, με μαγνητική ταινία. Θυμάμαι λοιπόν ότι κάθε κασέτα, στο οπισθώφυλλό της είχε συγκεντρωμένους τους τίτλους των τραγουδιών και τη διάρκειά τους. Ένα μέσο κομμάτι είχε διάρκεια περίπου 3 λεπτά, και το χρονικό αυτό διάστημα μου φαινόταν ασύλληπτα μεγάλο. Να ακούσω για ολόκληρα 3 λεπτά ένα τραγούδι... Αδιανόητο! Εγώ, μέσα σε 3 λεπτά θα μπορούσα να αραδιάσω τις μισές από τις λέξεις που γνώριζα. Ο μπαμπάς μου θυμάμαι μου έλεγε τότε με μεγάλη σοφία «είσαι μικρός, γι αυτό σου φαίνεται μεγάλο το τραγούδι»! Πλέον, στα 36 μου, μπορώ και ακούω μεμιάς ολόκληρες συμφωνίες της μίας ώρας και πραγματικά δεν καταλαβαίνω πώς περνάει ο χρόνος.

Σε κάποιο άλλο σημείο ο συγγραφέας αναφέρει: «Τον τρόμαζε η σκέψη ότι κάθε δευτερόλεπτο είναι μοναδικό, κάθε δευτερόλεπτο που περνάει χάνεται στην άβυσσο του παρελθόντος». Γιατί ο Χρόνος κυλάει μόνο προς μία κατεύθυνση; Γιατί δεν μας δίνει τη δυνατότητα να επαναφέρουμε κάποια πράγματα στην προτέρα τους κατάσταση, ώστε να διορθώσουμε κάποια κακώς κείμενα και να βελτιώσουμε τη ζωή μας; Ίσως όμως το σημαντικότερο ερώτημα είναι αν ήταν δυνατή η αντιστροφή του χρόνου, θα μας βοηθούσε να απαλλαγούμε από τα αισθήματα της Κατάθλιψης ή μήπως απεναντίας σε μια αέναη ταλάντωση του χρόνου μία μπρος και μία πίσω η ζωή θα στερούνταν κάθε ψήγμα νοήματος, βυθίζοντάς μας ακόμη βαθύτερα στην Κατάθλιψη;

Αναμφίβολα, ένα μεγάλο ποσοστό του υπαρξιακού μας άγχους προέρχεται από τη γνώση της μοναδικότητας της κάθε στιγμής της ζωής μας. Επίσης, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι όλη η Ηθική μας φιλτράρεται, αν και συνήθως ασυναίσθητα, από αυτή τη συνθήκη της μοναδικότητας. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να σκεφτούμε πόσο διαφορετική θα ήταν η Ηθική μας αν είχαμε δεύτερη ευκαιρία. Και ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον ίσως θα είχε να σκεφτούμε την επίδραση που θα είχε στη στάση μας απέναντι στη ζωή μια ενδεχόμενη διηνεκής επανάληψη των αποφάσεων που παίρνουμε και των ενεργειών που κάνουμε στην τρέχουσα ζωή μας. Όλα αυτά τα ζητήματα έχουν ήδη απασχολίσει μερικούς από τους μεγαλύτερους Φιλόσοφους, όπως για παράδειγμα τον Νίτσε και σίγουρα αξίζει να έρθει κανείς σε επαφή με αυτά τα ζητήματα, αλλά και με τις διάφορες θέσεις, είτε συμφωνεί μαζί τους είτε όχι. 

Προσωπικά, τολμώ να πω ότι ο Χρόνος με βασανίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή μου. Η τρομακτική ιδέα ότι δεν μας δίνεται δεύτερη ευκαιρία και ότι οδεύουμε με ιλλιγιώδη επιτάχυνση πρόσω ολοταχώς προς το Θάνατο, δεν με αφήνει σε ησυχία ούτε μία μέρα.

Υπαρξιακή Απομόνωση 

Εκτός από τον Χρονο όμως με βασανίζει επίσης και η Υπαρξιακή Απομόνωση. Η Υπαρξιακή Απομόνωση μπορεί να αφορά στον άνθρωπο ως άτομο, αλλά μπορεί να αφορά και στο ανθρώπινο είδος στο σύνολό του. Φυσικά και στις δύο περιπτώσεις, ο αποδέκτης των συναισθημάτων της Κατάθλιψης είναι το άτομο.

«Αυτό που μας φοβίζει, αυτό που κυριαρχεί μέσα μας, είναι ο φόβος της ανυπαρξίας», λέει σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας. Αν και ταυτίζομαι με αυτή την άποψη, το να ισχυρίζεται κανείς ότι φοβάται την ανυπαρξία μήπως είναι μια εριστική δήλωση, καθώς προϋποθέτει εξ αρχής την παραδοχή της ύπαρξης; Ύπαρξη και ανυπαρξία είναι ένα ζευγάρι αλληλένδετων εννοιών, που η μία επικαθορίζει την άλλη. Έχει νόημα συνεπώς να μιλάμε για την ύπαρξη; «Το σκοτάδι της ύπαρξης απλά έρχεται να συμπληρώσει το σκοτάδι της ανυπαρξίας», αναφέρει εύστοχα σε κάποιο άλλο σημείο, σαν να άκουσε τη σκέψη μου.

Η ιδέα της έλλειψης υπόστασης της ύπαρξης, στα δικά μου αυτιά ακούγεται άκρως τρομακτική. Ασφαλώς η ιδέα αυτή δεν είναι δική μου, έχει προβληματίσει πολλές σπουδαίες προσωπικότητες ανά τους αιώνες. Ο Καρτέσιος για παράδειγμα είχε εισηγηθεί την αρχή της αμφισβήτησης των πάντων. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, πρέπει να γίνουμε τόσο αυστηροί, ώστε να μην δεχόμαστε ως αληθή καμία πρόταση, παρά μόνο αν αυτή είναι αυταπόδεικτη. Βασισμένος σε αυτήν την αρχή, με τη βοήθεια κάποιων λογικών επαγωγών, κατέληξε στην περίφημη φράση: «Cogito, ergo sum», δηλαδή «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Βαθύς υπαρξιακός στοχασμός που επηρέασε την μετέπειτα φιλοσοφία. 

Ας πάμε λοιπόν με το ρεύμα του Καρτέσιου και ας απαντήσουμε στο δίλημμα της ύπαρξης θετικά. Έστω λοιπόν ότι υπάρχουμε! Πού βρίσκεται όμως τότε το σύνορο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας; Είναι ο θάνατος αυτό το σύνορο; Παύει η ύπαρξη μετά το θάνατο; «Μια μέρα όλοι θα πεθάνουμε και μετά από λίγες γενιές δεν θα υπάρχουμε ούτε ως ανάμνηση. Πάντα προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τρόπους και σκοπούς, ώστε να δώσουμε λίγο νόημα στη μαύρη κατά τα άλλα ύπαρξη», λέει ο συγγραφέας, βάζοντάς μας να αναρωτηθούμε αν η μνημόνευση ενός ανθρώπου μετά το θάνατό του συνιστά συνέχιση της ύπαρξής του και αν έχει νόημα να παλεύουμε για να κερδίσουμε τη διαιώνιση της ύπαρξής μας μέσω της υστεροφημίας. Δεν τολμώ μάλιστα να αναφερθώ στο ζήτημα της μεταθάνατον ζωής, καθώς το ζήτημα αυτό είναι ένα ξεχωριστό άρθρο από μόνο του. Τα ερωτήματα είναι ατελείωτα και δυστυχώς, στον αγώνα της αναζήτησης απαντήσεων σε όλους αυτούς τους υπαρξιακούς προβληματισμούς, όπως το είχε θέσει και ο Karl Jaspers, είμαστε απολύτως μόνοι μας.

Πέρα όμως από την «ατομική» μας μοναξιά, υπάρχει και η μοναξιά που «νιώθουμε» καθολικά σαν είδος. Ένα είδος που πασχίζει με κάθε τρόπο να παγιώσει την ύπαρξή του στον Χρόνο και τον Χώρο. Στον Χρόνο μέσω, για παράδειγμα, της φυσικής διαδικασίας της αναπαραγωγής καθώς και της παρασκευής φαρμάκων με απώτερο στόχο, ας μην το κρύβουμε, την εύρεση του ελιξιρίου της ζωής. Στον Χώρο μέσω της αποδήμησής του σε κάθε γωνιά του πλανήτη, αλλά πλέον και μέσω της μετοίκισής του σε άλλους πλανήτες. Είναι αυτό όμως αρκετό για να εξασφαλίσει το ανθρώπινο είδος την ύπαρξή του ανεξάρτητα από το Χρόνο και το Χώρο; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, ίσως πρέπει να ρωτήσουμε τους εξωγήινους... 

Ο μεγάλος φυσικός Enrico Fermi είχε διατυπώσει μία θεωρία, γνωστή και ως «Παράδοξο του Fermi», η οποία ισχυρίζεται ότι υπάρχει αντίφαση στην έλλειψη στοιχείων για εξωγήινη ζωή, δεδομένης της αρκετά μεγάλης πιθανότητας2 ύπαρξης τέτοιας ζωής που προκύπτει από εκτιμήσεις με βάση την απεραντοσύνη του σύμπαντος και τον εξαιρετικά μακρύ βίο του, που εκτιμάται στα 14 σχεδόν δισεκατομμύρια έτη. Η πιθανότητα αυτή μάλιστα ενισχύεται χάρις στην ανακάλυψη περιοχών του σύμπαντος που παρουσιάζουν εντυπωσιακή ομοιότητα με το ηλιακό μας σύστημα και τον πλανήτη μας και οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν μορφές ζωής σαν τη δική μας. 

Το γεγονός ότι παρόλα αυτά δεν έχουμε ανακαλύψει, αλλά ούτε μας έχει επισκεφτεί εξωγήινη νοήμων ζωή, ίσως δηλώνει τη μοναδικότητά μας (ή μήπως απομόνωση ή μήπως μοναξιά; ρωτώ ρητορικά). Η άποψη αυτή δίνει τροφή στην λεγόμενη Ανθρωπική Αρχή, η οποία χονδρικά ισχυρίζεται ότι το σύμπαν είναι αυτό που είναι ακριβώς για να υπάρχει το ανθρώπινο είδος. Αυτό κατά τη γνώμη μου αποτελεί μια εντελώς ανθρωποκεντρική - εγωκεντρική θεώρηση που προσπαθεί απεγνωσμένα να δώσει νόημα στην ύπαρξή μας μέσω του επιχειρήματος του ευφυούς σχεδιασμού, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την πεποίθηση ότι υπάρχει Θεός – Δημιουργός. Με αυτόν τον τρόπο ανασύρει, κάπως αυθαίρετα, τον Άνθρωπο από την ασημαντότητά του και τον τοποθετεί σε περίοπτη θέση, στο κέντρο του Σύμπαντος, ικανοποιώντας με αυτόν τον τρόπο την απαίτηση που πηγάζει από την κοσμολογική θεώρηση του Αριστοτέλη. Η πλειοψηφία των επιστημόνων φυσικά απορρίπτει την Ανθρωπική Αρχή, διότι θεωρεί ότι οι απαντήσεις σε τέτοιου είδους κοσμολογικά ζητήματα εμπίπτουν στη σφαίρα της Επιστήμης και δεν πρέπει να αποτελούν προϊόντα εικοτολογίας. 

Στην πραγματικότητα, το μήνυμα που μας μεταφέρει το Παράδοξο του Fermi αποδεικνύεται δυσοίωνο για τη συνέχιση της ύπαρξής μας, καθώς το σύμπαν με αυτόν τον τρόπο δείχνει να είναι εντελώς αφιλόξενο ως προς τη ζωή και ίσως προμηνύει τον αφανισμό μας, εν είδει άλλων αφανισμών που έχουν συντελεστεί ήδη στο παρελθόν, όπως αυτός των δεινοσαύρων. Κατά μία άποψη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εύρεση άλλων ειδών νοήμονος ζωής είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση της υψηλής πιθανότητας επιβίωσής μας σας είδος. 

Ακόμη όμως και η ενδεχόμενη συνάντησή μας με κάποιο εξωγήινο είδος είναι αρκετή για να λύσει το πρόβλημα της υπαρξιακής μας απομόνωσης; Ή μήπως στο ευτυχές σενάριο που κανένας από τους δύο πολιτισμούς δεν θα εξολοθρεύσει τον άλλο και υπάρξει αγαστή συνεργασία, το μόνο που θα συμβεί θα είναι να προκύψει ένα νέο υπερείδος νοήμονος ζωής που θα περιλαμβάνει το ανθρώπινο και το εξωγήινο, τα όντα του οποίου θα εξακολουθήσουν να προβληματίζονται για την ύπαρξη. Μήπως δηλαδή πρόκειται απλά για μια αλλαγή κλίμακας; 

Ακόμη κι αν καταφέρουμε να δώσουμε νόημα σε όλα αυτά και κατορθώσουμε να εξασφαλίσουμε πραγματική, διαχρονική υπόσταση στην ύπαρξή μας, πού θα καταλήξουν όλα αυτά μακροσκοπικά; Ποια είναι η μοίρα του Σύμπαντος; Η απάντηση κρύβεται στην Εντροπία και τον 2ο Θερμοδυναμικό Νόμο! Η Εντροπία ενός συστήματος, με όσο το δυνατόν πιο απλά, εκλαϊκευμένα λόγια, είναι το μέτρο της αταξίας που υπάρχει στο σύστημα. Μεγάλη Εντροπία σημαίνει μεγάλη αταξία. Μικρή Εντροπία σημαίνει μικρή αταξία. Στην εφηβική μου ηλικία για παράδειγμα, η Εντροπία του συστήματος που λεγόταν «Δωμάτιό μου» ήταν συνήθως υψηλή και κατάφερνα να τη διατηρώ σε φυσιολογικά επίπεδα μόνο χάρις στην παρέμβαση της μαμάς μου. Ο 2ος Θερμοδυναμικός Νόμος λέει ότι η συνολική Εντροπία, ήτοι η αταξία, ενός απομονωμένου συστήματος αυξάνεται γνησίως με τον Χρόνο. 

Στο σημείο αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς πολλοί κάνουν το λάθος να θεωρούν ότι αταξία σημαίνει ανομοιομορφία, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Αταξία σημαίνει ομοιομορφία, ομογενοποίηση. Το αγαπημένο μου παράδειγμα, το οποίο ταυτόχρονα εξηγεί με απλό τρόπο και τον 2ο Θερμοδυναμικό Νόμο είναι του μεγάλου θεωρητικού φυσικού και σπουδαίου εκλαϊκευτή της επιστήμης Jim Al-Khalili. Αν πετάξετε έναν κύβο ζάχαρης μέσα σε ένα ποτήρι νερό, η ζάχαρη μέσα σε λίγη ώρα θα διαλυθεί σε όλο τον όγκο του νερού. Το φαινόμενο αυτό θα συμβαίνει κάθε φορά που επαναλαμβάνετε αυτή τη διαδικασία. Ποτέ δεν θα δείτε τα μόρια της ζάχαρης να συγκεντρώνονται σε ένα σημείο και να ξαναδημιουργούν τον αρχικό κύβο3. Στην αρχή του φαινομένου λοιπόν υπάρχει κάποια ανομοιομορφία, ο όγκος του νερού και το συσσωμάτωμα της ζάχαρης, που δηλώνει μια τάξη η οποία έπειτα από λίγη ώρα καταλήγει στην ομοιόμορφη κατανομή της ζάχαρης στο ποτήρι, που αντιστοιχεί στην απόλυτη αταξία και άρα ομογενοποίηση. 

Ποια είναι η σχέση όμως όλων αυτών με την Κατάθλιψη; Ο 2ος Θερμοδυναμικός Νόμος είναι παγκόσμιος, πράγμα που σημαίνει ότι εφαρμόζεται και στο σύμπαν ως ολότητα, ως ένα ενιαίο σύστημα. Η εφαρμογή του λοιπόν στο σύμπαν ουσιαστικά εισηγείται ότι αυτό κάποια στιγμή, νομοτελειακά, θα περιέλθει σε μία κατάσταση στην οποία, λόγω της απόλυτης ομογενοποίησης, θα είναι αδύνατο να ξεχωρίζει οποιαδήποτε μορφή δομής ή πληροφορίας. Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή και ως θερμικός θάνατος του σύμπαντος. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον παύει να έχει νόημα οποιαδήποτε έννοια ύπαρξης του ανθρώπινου, αλλά και οποιουδήποτε άλλου είδους. 

Ακόμη κι αν λοιπόν με κάποιον τρόπο εξασφαλίσουμε την αθανασία μας και φυσικά καταφέρουμε να ξεπεράσουμε την επικείμενη καταστροφή του πλανήτη και του ηλιακού μας συστήματος, από φυσικής απόψεως, το ίδιο το σύμπαν από ότι φαίνεται έχει ημερομηνία λήξης, συνεπώς μαζί με αυτό θα εξαφανιστεί και το τελευταίο ίχνος της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως το είχε θέσει προφητικά ο Albert Camus, η ζωή μας δεν έχει κανένα νόημα, καθώς ακόμη κι αν νομίζουμε ότι έχει, το σύμπαν στο οποίο ζούμε δεν έχει κανένα απολύτως σκοπό και είναι σαφές ότι η ύπαρξή μας εξαρτάται απόλυτα από την ύπαρξη του σύμπαντος. Για όσους πρόλαβαν να σκεφτούν «μα καλά, αυτό είναι πολύ μακρινό, θα συμβεί μάλλον μετά από δισεκατομμύρια χρόνια, οπότε δεν με αφορά» θυμίζω τη σχετικότητα του Ψυχολογικού Χρόνου που αναφέρθηκε στην αρχή. Με βάση τη σχετικιστική αυτή προσέγγιση, σε οποιοδήποτε πεπερασμένο χρονικό διάστημα οι έννοιες μικρό και μεγάλο χάνουν κάθε νόημα. Σε κάθε περίπτωση όμως, με την παραπάνω εσχατολογική προσέγγιση εξετάζουμε τη μοίρα του ανθρώπου ως είδος και όχι ως άτομο.

Δεν χρειάζεται όμως να πάμε μακριά. Η εντροπία και ο 2ος Θερμοδυναμικός Νόμος εφαρμόζονται και στις ανθρώπινες κοινωνίες οι οποίες τείνουν με γοργούς ρυθμούς στην αταξία, η οποία σε αυτήν την περίπτωση μεταφράζεται στην πλήρη αποσύνθεση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ανθρώπινα ήθη και αξίες που «διαστέλλονται» με ξέφρενο ρυθμό, παρασύροντας μαζί τους το άτομο, το οποίο αδυνατώντας να ακολουθήσει αυτό το ρυθμό οδηγείται στην απώλεια της υπαρξιακής του ταυτότητας. 

Η απώλεια της υπαρξιακής ταυτότητας του ατόμου όμως, συμβαίνει και σε Οντολογικό επίπεδο. «Φοβάμαι το θάνατο. Όχι μόνο τον τελικό, αλλά και αυτούς που συμβαίνουν στη διάρκεια της ζωής μας» Αυτή η φράση, όπως εξηγεί ο συγγραφέας στη συνέχεια του βιβλίου, αναφέρεται στις ζωντανές απώλειες που έχουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως για παράδειγμα όταν δικοί μας άνθρωποι μας εγκαταλείπουν. Πηγαίνοντας όμως ένα βήμα παραπέρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε χρονική στιγμή συντελείται ένας θάνατος του εαυτού μας, αφού κάθε στιγμή ένα μέρος μας (ή μήπως το σύνολό μας;) πεθαίνει στην κυριολεξία και ένα καινούργιο αναγεννάται, διαρρηγνύοντας τη συνέχεια της ταυτότητάς μας. Η άποψη αυτή έρχεται αναμφίβολα να κλονίσει τα θεμέλια της ύπαρξής μας. Ο 36χρονος Τάσος, που ακούει τις συμφωνίες, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον 6χρονο Τάσο, που διάβαζε τα οπισθόφυλλα των κασετών; Τόσο ως προς το σώμα, όσο και ως προς το πνεύμα; 

Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή και ως «Το Παράδοξο της Ταυτότητας». Σύμφωνα με την αρχική εκδοχή αυτού του παραδόξου που οφείλεται στον Πλούταρχο, οι Αθηναίοι συντηρούσαν το πλοίο του Θησέα για πολλά χρόνια. Κάθε φορά που σάπιζε μια σανίδα την άλλαζαν αμέσως. Στο τέλος, μετά από χρόνια, το πλοίο έφτασε να αποτελείται από εντελώς διαφορετικά κομμάτια προκαλώντας το εξής δίλημμα: Ταυτίζεται το τελικό πλοίο με το πρωτότυπο ή όχι; Το παράδοξο αυτό έχει τα ερείσματά του στο προγενέστερο απόφθεγμα του Ηράκλειτου «Κανείς δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές».

Η εφαρμογή του παραδόξου της ταυτότητας στον άνθρωπο τονίζει την αποδόμηση του ίδιου σε συστατικά στοιχεία, προβάλλοντας μια νέα διάσταση της υπαρξιακής του απομόνωσης, στην οποία το κάθε του κύτταρο έχει τη δική του, ανεξάρτητη, υπόσταση. 

Από τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι, ύπο μία έννοια, η απομόνωση λαμβάνει χώρα κατά μήκος όλης της κλίμακας της ύπαρξης, από τα άτομα ως το ίδιο το σύμπαν, καθιστώντας την Κατάθλιψη πανταχού παρούσα.

Σύνοψη

Από τα προηγούμενα ίσως φαίνεται σαν να ανέλυσα το «μανιφέστο της Κατάθλιψης της επιστημονικής γνώσης». Όσο περισσότερα γνωρίζουμε τόσο περισσότερο υπαρξιακό άγχος και φόβο φαίνεται να εκδηλώνουμε. Συνεπώς, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η πνευματική ολιγάρκεια ίσως είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε για να απαγκιστρωθούμε από την Κατάθλιψη και να φτάσουμε σε υψηλότερα επίπεδα ευτυχίας. Η αναφορά του συγγραφέα στην ευτυχία ενός σκύλου που αρκείται σε ένα απλό χάδι, χωρίς να τον απασχολούν οποιοιδήποτε φιλοσοφικοί προβληματισμοί, θίγει ακριβώς αυτό το σημείο. Θέλουμε όμως οι Άνθρωποι κάτι τέτοιο; Κατά τη γνώμη μου, δεν πρόκειται για ζήτημα επιλογής. Είτε το θέλουμε είτε όχι, «ο Άνθρωπος είναι καταδικασμένος να σκέφτεται, γι αυτό και δεν θα βρει ποτέ λύση στα προβλήματα της ύπαρξης», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του συγγραφέα. 

Το ζητούμενο λοιπόν είναι να πάψουμε να γυρίζουμε την πλάτη στην πραγματικότητα, να τολμήσουμε να την κοιτάξουμε κατάματα και να την αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπον. Οι προηγούμενοι, αλλά και άλλοι, υπαρξιακοί προβληματισμοί μας αφορούν όλους. Απλώς, μερικοί άνθρωποι, κάποια στιγμή σε κάποια περίοδο της ζωής τους εκδηλώνουν μεγαλύτερη ευαισθησία μπροστά σε αυτούς, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο ευάλωτοι στα σκοτεινά μηνύματα που μεταφέρουν οι προβληματισμοί αυτοί. Είναι σημαντικό απέναντι στους ανθρώπους αυτούς να εκδηλώνουμε μια υποτυπώδη ενσυναίσθηση και κάνοντας χρήση της έμφυτης συλλογικότητας του αγελαίου είδους που λέγεται Άνθρωπος να τους στηρίζουμε.

Επίλογος 

Ταξιδεύουμε με το διαστημόπλοιο «Γη» στην άκρη ενός γαλαξία, σε κάποια ασήμαντη γωνιά του αχανούς σύμπαντος, με ένα προσδόκιμο ζωής γύρω στα 70 έτη, με την αντίληψή μας περιορισμένη στις 3 χωρικές συν τη 1 χρονική διάσταση, απομονωμένοι από οποιαδήποτε πιθανότητα ύπαρξης έταιρης νοήμονος ζωής. Αυτό αφενός μεν δείχνει τη μικρότητά μας, αφετέρου δε, σε μία ορθή ερμηνεία-ανάγνωση της Ανθρωπικής Αρχής, μας θυμίζει τη σπουδαιότητά μας, καθώς, αν και εντελώς συμπτωματικά, είμαστε εφοδιασμένοι με τα μοναδικά προνόμια της σκέψης και της νόησης. Τα προνόμια αυτά μας δίνουν την ικανότητα να δημιουργούμε φαντασιακές πραγματικότητες. Η ικανότητα αυτή μετατρέπεται στη δυνατότητα να κάνουμε όνειρα και το σημαντικότερο, να τα μοιραζόμαστε με άλλους ανθρώπους. Για να κλείσω με τα λόγια του συγγραφέα: «Μόνο τα όνειρα μας επιτρέπουν να στεκόμαστε και να βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας πιο όμορφο από ότι πραγματικά είναι».

1Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά την Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020. Το βίντεο της παρουσίασης βρίσκεται στον παρακάτω σύνδεσμο:

 
2Έχει γίνει μάλιστα προσπάθεια η πιθανότητα ύπαρξης εξωγήινης νοήμονος ζωής να ποσοτικοποιηθεί. Παράδειγμα αποτελεί η εξίσωση του Drake.

3Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι το γεγονός ότι η πιθανότητα τα μόρια της ζάχαρης να καταλάβουν όλο τον όγκο του νερού είναι πολλές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από την πιθανότητα να καταλάβουν μία μόνο μικρή περιοχή του ποτηριού, όπου στον υπολογισμό των πιθανοτήτων αυτών λαμβάνουμε υπόψιν και την ενεργειακή κατάσταση του συστήματος.