Ο Διογένης Λαέρτιος στο έργο του «Βίοι φιλοσόφων, βιβλίο Θ'» αφηγείται ένα πολύ έξυπνο παράδοξο δικαστικού ενδιαφέροντος, ανάμεσα στο σοφιστή Πρωταγόρα και το μαθητή του Εύαθλο. Το παράδοξο αυτό περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο στο παρακάτω απόσπασμα που προέρχεται από τον πρόλογο στην ελληνική έκδοση του βιβλίου «Ο γρίφος της Σεχραζάντ» του συγγραφέα Raymond Smullyan.
Ο Πρωταγόρας δίδασκε δίκαιο και ένας μαθητής που είχε ταλέντο αλλά δεν είχε χρήματα ζήτησε την καθοδήγησή του. Ο Πρωταγόρας σύντομα συνειδητοποίησε πόσο ταλαντούχος ήταν ο μαθητής και έκλεισε μαζί του την ακόλουθη συμφωνία: Θα του παρέδιδε μαθήματα χωρίς πληρωμή, και ο μαθητής συμφώνησε ότι, στο τέλος των μαθημάτων, όταν θα μπορούσε πλέον να ασκήσει τη δικηγορία, θα κατέβαλλε στον Πρωταγόρα ένα συγκεκριμένο αντίτιμο μόλις θα κέρδιζε την πρώτη του δίκη. Λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, ο μαθητής δεν ανέλαβε καμία υπόθεση και ο Πρωταγόρας τον κατήγγειλε. Τότε ο μαθητής ανέλαβε μόνος την υπεράσπισή του και διατύπωσε το εξής επιχείρημα: «Είτε θα κερδίσω σε αυτή την υπόθεση είτε θα χάσω. Αν κερδίσω, ο Πρωταγόρας θα χάσει, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είμαι υποχρεωμένος να τον πληρώσω. Από την άλλη πλευρά, αν χάσω, δεν θα έχω κερδίσει ακόμη την πρώτη μου δίκη, και έτσι δεν θα είμαι υποχρεωμένος να τον πληρώσω. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν είμαι υποχρεωμένος να τον πληρώσω».
Τότε ο Πρωταγόρας είπε: «Σφάλλει εντελώς! Αν χάσει σ' αυτή την υπόθεση, τότε εγώ θα έχω κερδίσει, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να με πληρώσει, αφού αυτό είναι το θέμα της δίκης. Από την άλλη πλευρά, αν νικήσει, τότε θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη και ως εκ τούτου θα πρέπει να με πληρώσει, όπως έχουμε συμφωνήσει. Και στις δύο περιπτώσεις, θα πρέπει να με πληρώσει».
Ο Πρωταγόρας δίδασκε δίκαιο και ένας μαθητής που είχε ταλέντο αλλά δεν είχε χρήματα ζήτησε την καθοδήγησή του. Ο Πρωταγόρας σύντομα συνειδητοποίησε πόσο ταλαντούχος ήταν ο μαθητής και έκλεισε μαζί του την ακόλουθη συμφωνία: Θα του παρέδιδε μαθήματα χωρίς πληρωμή, και ο μαθητής συμφώνησε ότι, στο τέλος των μαθημάτων, όταν θα μπορούσε πλέον να ασκήσει τη δικηγορία, θα κατέβαλλε στον Πρωταγόρα ένα συγκεκριμένο αντίτιμο μόλις θα κέρδιζε την πρώτη του δίκη. Λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, ο μαθητής δεν ανέλαβε καμία υπόθεση και ο Πρωταγόρας τον κατήγγειλε. Τότε ο μαθητής ανέλαβε μόνος την υπεράσπισή του και διατύπωσε το εξής επιχείρημα: «Είτε θα κερδίσω σε αυτή την υπόθεση είτε θα χάσω. Αν κερδίσω, ο Πρωταγόρας θα χάσει, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είμαι υποχρεωμένος να τον πληρώσω. Από την άλλη πλευρά, αν χάσω, δεν θα έχω κερδίσει ακόμη την πρώτη μου δίκη, και έτσι δεν θα είμαι υποχρεωμένος να τον πληρώσω. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν είμαι υποχρεωμένος να τον πληρώσω».
Τότε ο Πρωταγόρας είπε: «Σφάλλει εντελώς! Αν χάσει σ' αυτή την υπόθεση, τότε εγώ θα έχω κερδίσει, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να με πληρώσει, αφού αυτό είναι το θέμα της δίκης. Από την άλλη πλευρά, αν νικήσει, τότε θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη και ως εκ τούτου θα πρέπει να με πληρώσει, όπως έχουμε συμφωνήσει. Και στις δύο περιπτώσεις, θα πρέπει να με πληρώσει».
Ποιος από τους δύο έχει δίκιο; Ένας από τους δύο, κανένας ή μήπως και οι δύο; Ο Smullyan αναφέρει ότι ένας κοντινός του δικηγόρος πρότεινε την εξής λύση: Ο Πρωταγόρας παραδέχεται την ήττα του και έπειτα από τη λήξη της δίκης καταγγέλλει εκ νέου τον Εύαθλο με την απαίτηση να τον πληρώσει, αφού έχει κερδίσει πλέον την πρώτη του δίκη. Μάλιστα, με μια γρήγορη αναζήτηση που έκανα στο διαδίκτυο, αυτή είναι λίγο πολύ και η επικρατέστερη λύση που δίνουν οι περισσότεροι. Η πρακτική αυτή λύση είναι σαφές ότι απευθύνεται στον Πρωταγόρα. Ωστόσο, τι γίνεται αν τη σκεφτεί και ο Εύαθλος; Σε αυτή την περίπτωση, θα αποδεχτεί άραγε αγόγγυστα τη νίκη που του «προσφέρει» ο Πρωταγόρας; Πού θα τον οδηγήσει αν προσπαθήσει και αυτός να χάσει επίτηδες τη δίκη; Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι η παραπάνω λύση επιτυγχάνεται σε δύο βήματα. Θα είχε ενδιαφέρον όμως να βρεθεί μία πρόταση που να λύνει το πρόβλημα σε ένα μόνο βήμα, χωρίς δηλαδή να χρειαστεί δεύτερη εκδίκαση της υπόθεσης.
Κατά τη γνώμη μου, το παράδοξο ξεκινά από τη φράση «Τότε ο μαθητής ανέλαβε μόνος την υπεράσπισή του...» η οποία εκχωρεί στο ίδιο πρόσωπο την ιδιότητα του δικηγόρου και του αντίδικου. Κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αυτές τις δύο ιδιότητες δίνω την επόμενη πρόταση.
Πρόταση: Στη δίκη μεταξύ του Πρωταγόρα και του Εύαθλου, αναλαμβάνει ο ένας την υπεράσπιση του άλλου και επιδιώκουν και οι δύο ως δικηγόροι να χάσουν τη δίκη. Παρακάτω παρουσιάζονται αναλυτικά όλα τα δυνατά και αμοιβαία αποκλειόμενα ενδεχόμενα. Για ευκολία, στο εξής θα συμβολίζουμε τον Πρωταγόρα με Π και τον Εύαθλο με Ε.
Ενδεχόμενο 1: Χάνει ο Ε ως δικηγόρος του Π και άρα κερδίζει ο Π ως δικηγόρος του Ε. Αυτό συνεπάγεται βέβαια ότι κερδίζει τη δίκη ο Ε ως αντίδικος και τη χάνει ο Π. Στην περίπτωση αυτή δεν υποχρεούται να πληρώσει ο Ε τον Π, καθώς και τη δίκη κέρδισε ως αντίδικος και δεν πέτυχε ακόμη την πρώτη του νίκη ως δικηγόρος!
Ενδεχόμενο 2: Χάνει ο Π ως δικηγόρος του Ε και άρα κερδίζει ο Ε ως δικηγόρος του Π. Αυτό συνεπάγεται ότι κερδίζει τη δίκη ο Π ως αντίδικος και τη χάνει ο Ε. Στην περίπτωση αυτή ο Ε είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τον Π, καθώς και τη δίκη έχασε ως αντίδικος και πέτυχε την πρώτη του νίκη ως δικηγόρος!
Βλέπουμε ότι ξεκάθαρα στο πρώτο ενδεχόμενο, ο Εύαθλος δεν πληρώνει τον Πρωταγόρα, ενώ στο δεύτερο τον πληρώνει. Με βάση τη λύση που προτείνω λοιπόν, αμφότεροι καλούνται να επιδείξουν τις δικηγορικές τους ικανότητές στο να χάνουν μία δίκη!
Η πρότασή αυτή φαίνεται να προσφέρει διέξοδο στο παράδοξο, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο. Στο όνομα όμως της Θέμιδος, για να είμαι δίκαιος θα πρέπει να παραδεχτώ ότι υπάρχει μια πρακτική δυσκολία δεοντολογικής φύσεως, η οποία καθιστά την παραπάνω πρόταση μια κατ' επίφαση λύση. Πώς μπορεί ένας δικηγόρος να επιδιώξει να χάσει μία δίκη; Κάτι τέτοιο δείχνει να είναι αντιφατικό, αφού εξ ορισμού ένας δικηγόρος υπερασπίζεται τον πελάτη του. Προκύπτει λοιπόν το εξής παράδοξο επί του παραδόξου. Δεδομένου ότι ένας δικηγόρος είναι αντιδεοντολογικό να χρησιμοποιήσει κάποιο στοιχείο εναντίον πελάτη του, στην προσπάθειά τους να χάσουν τη δίκη ως δικηγόροι, ο Πρωταγόρας και ο Εύαθλος, το περισσότερο που μπορούν να κάνουν είναι απλώς να μην χρησιμοποιήσουν κανένα επιχείρημα προς υπεράσπιση των πελατών τους, πράγμα που σημαίνει ότι τελικά θα τηρήσουν και οι δύο σιγή ιχθύος, με αποτέλεσμα η δίκη να μείνει ατελέσφορη και η υπόθεση να εκκρεμεί για πάντα! Εκτός αν, χάριν του αποτελέσματος, συμφωνήσουν να παρακάμψουν το εμπόδιο της δεοντολογίας, ώστε να υπερβούν τη στάσιμη κατάσταση.
Έστω και έτσι όμως, λύνεται τελικά το παράδοξο; Δεδομένου ότι συμφέρει και στους δύο να χάσουν τη δίκη ως δικηγόροι, είναι σαφές ότι ως αντίδικοι θα προσπαθήσουν να εμποδίσουν τους ίδιους τους τούς δικηγόρους από το να χάσουν, πράγμα που συνεπάγεται ότι στην προσπάθειά τους να πετύχουν το ευνοϊκό για αυτούς ενδεχόμενο πρέπει να επιδιώξουν να κερδίσουν ως αντίδικοι, αφού αυτό θα συνεπάγεται νίκη του αντιπάλου τους ως δικηγόρος. Εφόσον όμως είδαμε ότι ως δικηγόροι η βέλτιστη λύση είναι να σιωπήσουν, η υπόθεση επιστρέφει καθαρά στα χέρια των δυο τους ως αντίδικοι. Όμως, ως αντίδικοι, το μόνο επιχείρημα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν στη δίκη αφορά στην αρχική τους συμφωνία που έγινε όταν ο Πρωταγόρας δίδασκε δωρεάν τον Εύαθλο με την προϋπόθεση ότι θα τον πλήρωνε αργότερα όταν θα κέρδιζε την πρώτη του δίκη. Έτσι όμως επιστρέφουμε στο αρχικό παράδοξο.
Η συλλογιστική αυτή διαδικασία είναι φανερό ότι μέσα από την παλινδρόμηση ανάμεσα στις ιδιότητες «αντίδικος» και «δικηγόρος» γεννά αλλεπάλληλες αυτοαναφορικές αντιφάσεις, πράγμα που δείχνει ότι τελικά μάλλον πρόκειται για ένα γνήσιο παράδοξο!
Κατά τη γνώμη μου, το παράδοξο ξεκινά από τη φράση «Τότε ο μαθητής ανέλαβε μόνος την υπεράσπισή του...» η οποία εκχωρεί στο ίδιο πρόσωπο την ιδιότητα του δικηγόρου και του αντίδικου. Κάνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε αυτές τις δύο ιδιότητες δίνω την επόμενη πρόταση.
Πρόταση: Στη δίκη μεταξύ του Πρωταγόρα και του Εύαθλου, αναλαμβάνει ο ένας την υπεράσπιση του άλλου και επιδιώκουν και οι δύο ως δικηγόροι να χάσουν τη δίκη. Παρακάτω παρουσιάζονται αναλυτικά όλα τα δυνατά και αμοιβαία αποκλειόμενα ενδεχόμενα. Για ευκολία, στο εξής θα συμβολίζουμε τον Πρωταγόρα με Π και τον Εύαθλο με Ε.
Ενδεχόμενο 1: Χάνει ο Ε ως δικηγόρος του Π και άρα κερδίζει ο Π ως δικηγόρος του Ε. Αυτό συνεπάγεται βέβαια ότι κερδίζει τη δίκη ο Ε ως αντίδικος και τη χάνει ο Π. Στην περίπτωση αυτή δεν υποχρεούται να πληρώσει ο Ε τον Π, καθώς και τη δίκη κέρδισε ως αντίδικος και δεν πέτυχε ακόμη την πρώτη του νίκη ως δικηγόρος!
Ενδεχόμενο 2: Χάνει ο Π ως δικηγόρος του Ε και άρα κερδίζει ο Ε ως δικηγόρος του Π. Αυτό συνεπάγεται ότι κερδίζει τη δίκη ο Π ως αντίδικος και τη χάνει ο Ε. Στην περίπτωση αυτή ο Ε είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τον Π, καθώς και τη δίκη έχασε ως αντίδικος και πέτυχε την πρώτη του νίκη ως δικηγόρος!
Βλέπουμε ότι ξεκάθαρα στο πρώτο ενδεχόμενο, ο Εύαθλος δεν πληρώνει τον Πρωταγόρα, ενώ στο δεύτερο τον πληρώνει. Με βάση τη λύση που προτείνω λοιπόν, αμφότεροι καλούνται να επιδείξουν τις δικηγορικές τους ικανότητές στο να χάνουν μία δίκη!
Η πρότασή αυτή φαίνεται να προσφέρει διέξοδο στο παράδοξο, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο. Στο όνομα όμως της Θέμιδος, για να είμαι δίκαιος θα πρέπει να παραδεχτώ ότι υπάρχει μια πρακτική δυσκολία δεοντολογικής φύσεως, η οποία καθιστά την παραπάνω πρόταση μια κατ' επίφαση λύση. Πώς μπορεί ένας δικηγόρος να επιδιώξει να χάσει μία δίκη; Κάτι τέτοιο δείχνει να είναι αντιφατικό, αφού εξ ορισμού ένας δικηγόρος υπερασπίζεται τον πελάτη του. Προκύπτει λοιπόν το εξής παράδοξο επί του παραδόξου. Δεδομένου ότι ένας δικηγόρος είναι αντιδεοντολογικό να χρησιμοποιήσει κάποιο στοιχείο εναντίον πελάτη του, στην προσπάθειά τους να χάσουν τη δίκη ως δικηγόροι, ο Πρωταγόρας και ο Εύαθλος, το περισσότερο που μπορούν να κάνουν είναι απλώς να μην χρησιμοποιήσουν κανένα επιχείρημα προς υπεράσπιση των πελατών τους, πράγμα που σημαίνει ότι τελικά θα τηρήσουν και οι δύο σιγή ιχθύος, με αποτέλεσμα η δίκη να μείνει ατελέσφορη και η υπόθεση να εκκρεμεί για πάντα! Εκτός αν, χάριν του αποτελέσματος, συμφωνήσουν να παρακάμψουν το εμπόδιο της δεοντολογίας, ώστε να υπερβούν τη στάσιμη κατάσταση.
Έστω και έτσι όμως, λύνεται τελικά το παράδοξο; Δεδομένου ότι συμφέρει και στους δύο να χάσουν τη δίκη ως δικηγόροι, είναι σαφές ότι ως αντίδικοι θα προσπαθήσουν να εμποδίσουν τους ίδιους τους τούς δικηγόρους από το να χάσουν, πράγμα που συνεπάγεται ότι στην προσπάθειά τους να πετύχουν το ευνοϊκό για αυτούς ενδεχόμενο πρέπει να επιδιώξουν να κερδίσουν ως αντίδικοι, αφού αυτό θα συνεπάγεται νίκη του αντιπάλου τους ως δικηγόρος. Εφόσον όμως είδαμε ότι ως δικηγόροι η βέλτιστη λύση είναι να σιωπήσουν, η υπόθεση επιστρέφει καθαρά στα χέρια των δυο τους ως αντίδικοι. Όμως, ως αντίδικοι, το μόνο επιχείρημα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν στη δίκη αφορά στην αρχική τους συμφωνία που έγινε όταν ο Πρωταγόρας δίδασκε δωρεάν τον Εύαθλο με την προϋπόθεση ότι θα τον πλήρωνε αργότερα όταν θα κέρδιζε την πρώτη του δίκη. Έτσι όμως επιστρέφουμε στο αρχικό παράδοξο.
Η συλλογιστική αυτή διαδικασία είναι φανερό ότι μέσα από την παλινδρόμηση ανάμεσα στις ιδιότητες «αντίδικος» και «δικηγόρος» γεννά αλλεπάλληλες αυτοαναφορικές αντιφάσεις, πράγμα που δείχνει ότι τελικά μάλλον πρόκειται για ένα γνήσιο παράδοξο!
No comments:
Post a Comment